θεόγραπτος

θεόγραπτος
θεόγραπτος, -ον (AM)
ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -γραπτος (< γράφω), πρβλ. α-περί-γραπτος, σκολιό-γραπτος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεόγραφος — θεόγραφος, ον (AM) ο γραμμένος ή ζωγραφισμένος από τον θεό, ο θεόγραπτος. επίρρ... θεογράφως (Μ) σαν να τό είχε γράψει ο ίδιος ο θεός («τό Σεπτόν Σύμβολον oἱ σεπτοὶ πατέρες θεογράφως διεχάραξαν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γραφος (< γράφω), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱԳՐԵԱԼ — (ա.) NBH 1 0322 Chronological Sequence: 8c θεόγραπτος, θεόγραφος a deo scriptus Գրեալ ՅԱտուածոյ, կամ ʼի նմանութիւն այսինքն. *Աստուածանման եւ աստուածագրեալ միտք. Դիոն. եկեղ. ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”